Sotirios Pastakas
Ironía, humor desopilante y lugares insólitos, leemos en los versos del poeta griego Sotirios Pastakas, quien nació en Larissa, Tesalia, en 1954. Estudió medicina en Roma, donde vivió algunos años significativos para su formación, y durante treinta años trabajó como psiquiatra en Atenas. De su volumen antológico Cuerpo a cuerpo (Sevilla, 2021) compartimos en edición bilingüe español-griego una breve muestra de tres de sus libros centrales. Agradecemos la traducción de José Antonio Moreno Jurado.
Las plantas migratorias
Las macetas que cultivamos con paciencia
y sacrificio, en balcones extraños florecen
y echan hojas. Cuando levanto mi mirada,
en casa de los otros, altas y lejanas,
reconozco tus plantas: la buganvilla
y el limonero, el jazmín con el geranio,
el ficus, la hortensia, el laurel.
Las sé y las reconozco a todas. He
catalogado sus malas y buenas costumbres.
Si el paraíso es lo que amamos,
separado de la amenaza de la destrucción,
nos seguirán, puedes estar segura:
Ni nos hiere una hoja amarilla
cuando vivimos de nuevo en un estupendo
ático con todos nuestros amigos.
Τα αποδημητικα φυτα
Οι γλάστρες που αναθρέψαμε, με υπομονή
και αυτοθυσία, σε ξένα μπαλκόνια ανθίζουν
και φυλλώνουν. Όταν σηκώνω το βλέμμα μου,
σε σπίτια άλλων, ψηλά κι απόμακρα,
αναγνωρίζω τα φυτά σου: η μπουκαμβίλια
και η λεμονιά, το γιασεμί μαζί με το γεράνι,
ο φίκος, η ορτανσία, οι πικροδάφνες.
Τα ξέρω και τα γνωρίζω, όλα. Έχω
καταγράψει τα χούγια και τις συνήθειές τους.
Αν ο παράδεισος είναι ό,τι αγαπήσαμε
απαλλαγμένο από την απειλή της απώλειας,
θα μας ακολουθήσουν-να είσαι βέβαιη:
δεν θα μας πληγώνει ούτε ένα κίτρινο φύλλο,
όταν συγκατοικήσουμε ξανά σε ένα εξαίσιο
ρετιρέ, μαζί με όλους μας τους φίλους.
La primera embriaguez
Dando traspiés cruzamos las puertas
giratorias. A su occidente, la noche establecía,
fuerte aún, la última erección y la primera embriaguez
devolvía lo debido. Cuchilla, tu juventud,
mis sentimientos se deshojaron sin sangre.
Dejaba que tus manos me vendimiaran,
que tus palabras me consolaran
y que tu pensamiento me hiriera.
Al mismo tiempo, quien ama puede
no ser amado, y yo, esta noche,
amor mío, tengo sed. Ahora que bebo solo
amanece inmediatamente.
Η πρωτη μεθη
Τρεκλίζοντας διαβήκαμε τις περιστρεφόμενες
πόρτες. Στη δύση της, η νύχτα καθιστούσε
ακόμη δυνατή την ύστερη στύση, κι η πρώτη μέθη
επέστρεφε τα πρέπει. Χαρτοκόπτης τα νιάτα σου,
αναίμακτα ξεφύλλιζαν τα συναισθήματά μου.
Τα χέρια σου άφηνα να με τρυγούν,
τα λόγια σου να με παρηγορούν
κι η σκέψη σου να με πληγώνει.
Ταυτόχρονα, όποιος αγαπά μπορεί
και να μην αγαπιέται, κι εγώ απόψε
αγάπη μου, διψάω. Τώρα που πίνω μόνος μου,
αμέσως ξημερώνει.
Una nube de humo
Antes de terminar la visita,
que registre el pedante cronista
la nube de humo que envolvió la habitación,
la extensión y sus matices:
cómo estaba sobre la pantalla,
cómo alcanzaba al espejo,
cómo se extendió con suaves traslaciones
y se hizo una masa compacta desplazando
la discusión anterior, hasta que triunfalmente
todos se fijaron en él,
tema que cierra simpáticamente una reunión,
suavizando disensiones y disputas,
cuando todos se ponen de pie
e intercambian apretones de manos,
y el anfitrión se impacienta por abrir la ventana.
Ενα συννεφο καπνου
Πριν πάρει τέλος η επίσκεψη,
ας καταγράψει ο σχολαστικός χρονογράφος
το σύννεφο του καπνού που τύλιξε το δωμάτιο,
την έκταση και τι αποχρώσεις του:
πως ήταν πάνω από το αμπαζούρ,
πως πρόβαλε μπροστά στον καθρέφτη,
πως επεκτάθηκε με ανάλαφρες μετατοπίσεις
κι έγινε μάζα συμπαγής εκτοπίζοντας
την προηγούμενη συζήτηση, ώστε θριαμβευτικά
όλοι πλέον να ασχοληθούν μαζί του,
θέμα που κλίνει συμπαθητικά μία συνάθροιση,
απαλύνοντας διχογνωμίες και έριδες,
όταν όλοι πλέον στέκονται όρθιοι
και ανταλλάσσουν χειραψίες,
και ο οικοδεσπότης ανυπομονεί να ανοίξει το παράθυρο.
De aprendizaje de la respiración, 1990.
*
No quisiste que terminásemos a la vez:
me dejaste el verso libre…
Δεν θέλησες ομού να καταλήξουμε:
ελεύθερο μου άφησες τον στίχο…
*
Tus analgésicos pechos.
Tus palmas de las manos olorosas.
Tu bálsamo del amor.
¿Por cuánto tiempo pensaré en ellos?
¿Por cuánto tiempo me atormentarán?
¿Seis meses? ¿Un año?
A veces lo sé, se volverán
pechos indiferentes, palmas de las
manos inexistentes, amor.
Τα παυσίπονα βυζάκια σου.
Οι μυροφόρες παλάμες σου.
Το βάλσαμο της αγάπης σου.
Για πόσον καιρό θα τα σκέπτομαι;
Πόσον καιρό θα με βασανίζουν;
Έξι μήνες; Ένα χρόνο;
Κάποτε το ξέρω, θα γίνουν:
αδιάφορα βυζιά, παλάμες
ανύπαρκτες, αγάπη.
De Isla de Quíos, 2002.
Rojo
Yo que no canté
el rojo oscuro de la rosa
ni canté
el suspiro que tiene
el fondo de una sonrisa,
el perfil en tres cuartos,
el rincón oculto
en mi cerebro,
las manchas rojas
en la sábana del mar,
cuando el airecillo levanta
una a una las arrugas
de mi encéfalo,
una a una mis personales
pérdidas-cortinas
que enrojecen
un momento antes de arder.
La luz invisible.
Los cinco sentidos.
Los ciento cinco
habitantes de Iráclia.
Los once metros de casco.
Las incontables cervezas.
Los medidos campari
en sus resplandores.
Una maleta, un sombrero
y un divorcio.
Otro campari, por favor.
Un divorcio
y muchos paraguas.
Tráigame otro campari.
Quiero ver crecer
la tajada de mi martirio
en correspondencia con vuestro
regular disfrute.
Deme un sándwich grande.
No cantes, cantaste
cuanto se te dio. Canta
a los niños que juegan aún
a las diez de la noche, sólo
se escuchan sus voces
en el portal de la Iglesia,
Semana Santa, y aún más lejos
ladridos de perros sin dueño.
No han terminado aún
el juego, sólo el mío
terminó porque no me juegan.
Llamo a los niños uno a uno
por sus nombres,
Elías, Alexis, Kostís, Egli,
y ni siquiera uno me devuelve
la voz. Nombres sin respuestas
de uno que no fue padre.
No canté la paternidad,
bengala que no revienta
lo contenido en mis testículos,
de noche, desgraciado
y sin carga, noche sin bengalas,
fuego artificial que no explotó
y no incendió la oscuridad,
sencilla lucecita roja de ruta.
No canté la conducción
ni conduje a nadie a ningún sitio:
desgraciado psiquiatra alcohólico,
sólo seguí las chispas
de la llama que salían de sus ojos,
las amigas y los amigos, enorme
obligación, y si no canté
la vida, la respeto,
la sigo,
la sobrepaso,
la dejo correr detrás de mí,
la dejo correr ante mí.
La vida no tiene luces de marcha,
caen en el más profundo abismo
cuantos la cogen después.
No canté las luces de marcha,
desde la pequeña escala hasta la grande,
cambié mis faros
y no veo otra vez a mis amigos,
no veo a nadie:
anorexia, alcohol, insomnio.
Sólo veo pesadillas
ante mí: preveo
y no quisiera este don,
me asustaba y lo pisoteaba para ahogarlo,
adivino toda perdición
personal en el futuro,
la vida no tiene trasero.
No me fue dado cantar
el miedo ni el resultado
de la crisis, ni escribí jamás
que era rojo el airecillo
que esculpía arrugas
en la sábana del mar.
No dije que era roja
mi boca glotona,
cuando me sentaba sobre su boca.
No dije que eran rojas
las manos que abrazaban
su cuerpo, no lo canté.
No canté sus propias
manos rojas, sus rojos
labios, la carga mensual
que goteaba de su sexo,
los stop que ardían
aquí y allá en su cuerpo,
no canté
su herpes púrpura.
No canté las prohibiciones.
Sólo lo que cobraba.
Canté mi sollozo
que tenía el fondo de una sonrisa.
Canté la alegría imprevisible
que oculta profundamente en ella
un color rojo salvaje,
la sangre que escupí,
lo más lejos que podía,
para ver hacia dónde sopla
el viento y determinar
la dirección
a mi atento destino.
No escribí sobre la alegría.
No me fue dado finalmente
el rojo oscuro de la rosa
y no os lo atestiguaba,
sólo teñía de rojo huevos
para engañaros. Sacaba
voces rojas. Bebía
llamas rojas. Vestía
las ropas rojas del clown
para divertiros, para abrasar
mi vida incolora, de dudoso
Rh hasta en mi grupo:
una nada con signo negativo.
Rayas blancas, rayas rojas.
Finalmente, no podréis
regalarme incluso mi sangre,
si fuera necesario, sabed que me
apresuraré a daros las buenas noches.
Los niños no terminaron
aún su juego,
noche roja de abril,
que termine aquí, para mí,
el poema.
Κοκκινο
Εγώ που δεν τραγούδησα
το βαθύ κόκκινο του ρόδου,
ούτε τραγούδησα
το λυγμό που έχει
το βάθος ενός χαμόγελου
το προφίλ στα τρία τέταρτα,
την κρυμμένη γωνιά
στο μυαλό μου,
τους κόκκινους λεκέδες
στο σεντόνι της θάλασσας
όταν το αεράκι σηκώνει
μία προς μία τις ρυτίδες
του εγκεφάλου μου,
μία προς μία τις προσωπικές μου
απώλειες-μπερντές
που κοκκινίζει
μια στιγμή πριν πάρει φωτιά.
Το ορατό φως.
Τις πέντε αισθήσεις.
Τους εκατόν πέντε
κατοίκους της Ηράκλειας.
Τα έντεκα μέτρα του σκάφους.
Τις αμέτρητες μπύρες.
Τα μετρημένα καμπάρι
μέσα από τις ανταύγειες τους.
Μια βαλίτσα, ένα καπέλο
κι ένα διαζύγιο.
Άλλο ένα καμπάρι, παρακαλώ.
Ένα διαζύγιο
και πάμπολλες ομπρέλες.
Φέρτε μου κι άλλα καμπάρι.
Θέλω να βλέπω τη φέτα
του μαρτυρίου μου να μεγαλώνει
σε αντιστοιχία με τη δική σας
τακτοποιημένη απόλαυση.
Δώστε μου ένα μεγάλο σαγκουίνι.
Μην τραγουδάς, τραγούδησες
όσα σου δόθηκαν. Τραγούδησε
τα παιδιά που παίζουν ακόμα
στις δέκα το βράδυ, μόνον
οι φωνές τους ακούγονται
στο προαύλιο της Εκκλησίας,
Μεγαλοβδόμαδο κι ακόμη πιο μακριά
γαυγίσματα αδέσποτων σκύλων.
Δεν έχουν τελειώσει ακόμη
το παιγνίδι, το δικό μου
μόνον τέλειωσε γιατί δεν με παίζουν.
Ένα-ένα καλώ τα παιδιά
με τα ονόματά τους
Ηλία, Αλέξη, Κωστή, Αίγλη
κι ούτε ένα να μου γυρίσει πίσω
τη φωνή. Αναπάντητα ονόματα
ενός που δεν έγινε πατέρας.
Δεν τραγούδησα την πατρότητα
βεγγαλικό που δεν σκάει
το περιεχόμενο στ’ αρχίδια μου
τη νύχτα, αποτυχημένος
κι άσφαιρος νύχτα χωρίς βεγγαλικά,
πυροτέχνημα που δεν έσκασε,
και δεν πυρπόλησε σκοτάδια,
απλό κόκκινο φωτάκι πορείας.
Δεν τραγούδησα την οδήγηση.
Ούτε οδήγησα κανέναν κάπου:
αποτυχημένος ψυχίατρος αλκοολικός,
μόνον ακολούθησα τις σπίθες
φωτιάς που έβγαζαν απ’ τα μάτια τους
οι φίλες και οι φίλοι-μέγιστη
υποχρέωση κι αν δεν την τραγούδησα
τη ζωή, να τη σέβομαι
να την ακολουθώ,
να την προσπερνώ,
να την αφήνω να τρέχει ξωπίσω μου,
να την αφήνω να τρέχει έμπροσθέν μου.
Φώτα πορείας δεν έχει η ζωή
πέφτουν στον πιο βαθύ γκρεμό
όσοι την πάρουν στο κατόπι.
Δεν τραγούδησα τα φώτα πορείας,
απ’ τη μικρή στη μεγάλη σκάλα
τους προβολείς μου άλλαξα
και πάλι δεν βλέπω τους φίλους μου
δεν βλέπω κανέναν:
ανορεξία, αλκοόλ, κι αϋπνία.
Εφιάλτες μόνο βλέπω
μπροστά μου: προβλέπω
και δεν το ’θελα αυτό το χάρισμα,
τρόμαζα και πίεζα να το πνίξω,
μάντης κάθε προσωπική μου
απώλειας στο μέλλον,
όπισθεν δεν έχει η ζωή.
Δεν μου δόθηκε να τραγουδήσω
το φόβο ούτε την έκβαση
της κρίσης, ούτε έγραψα ποτέ μου
πως κόκκινο ήταν το αεράκι
που σμίλευε ρυτίδες
στο σεντόνι της θάλασσας.
Δεν είπα πως ήταν κόκκινο
το αδηφάγο στόμα μου
όταν καθόταν πάνω στο στόμα της.
Δεν είπα πως ήταν κόκκινα
τα χέρια που αγκάλιαζαν
το κορμί της-δεν τα τραγούδησα.
Δεν τραγούδησα τα δικά της
κόκκινα χέρια, τα κόκκινα
χείλη της, τα έμμηνα
που έσταζαν απ’ το μουνί της,
τα στοπ που άναβαν
εδώ κι εκεί στο κορμί της,
δεν τραγούδησα
τον πορφυρό της έρπητα.
Δεν τραγούδησα τις απαγορεύσεις.
Μόνον αυτά που εισέπραττα.
Τραγούδησα το λυγμό μου
που είχε το βάθος ενός χαμόγελου.
Τραγούδησα την απροσδόκητη χαρά
που κρύβει μέσα της βαθειά
κόκκινο άγριο χρώμα,
το αίμα που έφτυσα
όσο μακριά μπορούσα
να δω προς τα πού φυσάει
ο άνεμος να καθορίσει
την κατεύθυνση
τον προσεχή προορισμό μου.
Δεν έγραψα για τη χαρά.
Δεν μου δόθηκε τελικώς
το βαθύ κόκκινο του ρόδου,
επειδή ήθελα να γινόμουν ρόδο
και δεν σας το μαρτυρούσα,
μόνον έβαφα κόκκινα αυγά
για να σας ξεγελάω. Έβγαζα
κόκκινες φωνές. Κατάπινα
κόκκινες φλόγες. Ντυνόμουνα
την κόκκινη στολή του κλόουν
να σας διασκεδάσω, να πυρπολώ
την άχρωμη ζωή μου, αμφιβόλου
ρέζους ως και η ομάδα μου:
μηδενική μ’ αρνητικό πρόσημο.
Λευκές ρίγες, κόκκινες ρίγες
Τελικά ως και το αίμα μου
δεν θα μπορέσετε να μου χαρίσετε
αν παραστεί ανάγκη, να ξέρετε
πως θα βιαστώ να σας καληνυχτίσω.
Τα παιδιά δεν τέλειωσαν
ακόμη το παιγνίδι τους,
κόκκινη απριλιάτικη νύχτα
κι ας τελειώνει για μένα εδώ
το ποίημα.
De Resbalón en alegría, 2012.
Traducción de José Antonio Moreno Jurado.
Sotirios Pastakas (nacido en Larissa, Tesalia, en 1954), estudió medicina en Roma, donde vivió algunos años significativos para su formación, y durante treinta años trabajó como psiquiatra en Atenas. Ha publicado numerosos poemarios, un monólogo teatral, un libro de ensayos y traducciones de poetas italianos (Sereni, Penna, Saba, Pasolini, Gatto) y un libro de cuentos. Colabora con diversas revistas literarias con ensayos y traducciones del italiano y es miembro de la Sociedad de Escritores Griegos (Sociedad de Escritores Griegos). Ha sido traducido a dieciséis idiomas y un libro suyo se ha publicado en Estados Unidos con el título “Food Line” (Forepaw Press, 2014), traducido por Jack Hirschman y Angelos Sakkis. En 2001 representó a Grecia en la fundación de la Academia Mundial de Poesía en Verona, bajo los auspicios de la UNESCO, y participó en numerosos encuentros internacionales de poesía, Ha participado en varios congresos y festivales de poesía en Grecia y en el extranjero (San Francisco, Sarajevo, Izmir, Roma, Napoli, Siena, Cairo, Istanbul, Medejin etc.), muchos en Italia, donde publicó la antología poética «Corpo a corpo» (Ediciones Multimedia, 2016, Premio Internacional NordSud), «Jorge» (I quaderni del Bardo, 2018) y «Monte Egaleo» (Multimedia, 2019, con texto bilingüe y dibujos de Marco Vecchio). En 2021 publicó su antología personal “Cuerpo a cuerpo” traducida por José Antonio Moreno Jurado en España, de la editorial sevillana Padilla libros. Es miembro de la Sociedad de Escritores Griegos desde 1994, y desde 2021 coordinador nacional en Grecia del WPM-World Poetry Movement.
La composición que ilustra este paisaje de Abisinia, a manera de homenaje, fue realizada a partir de la obra «Gente en el circo con elefante» del artista © Fernando Botero